ἀνωφέρεια

From LSJ
Revision as of 14:35, 8 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")

Ἐλεεινότατόν μοι φαίνετ' ἀτυχία φίλου → Miseria amici mihi suprema est miseria → Am meisten Mitleid, scheint's, heischt eines Freundes Leid

Menander, Monostichoi, 180
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνωφέρεια Medium diacritics: ἀνωφέρεια Low diacritics: ανωφέρεια Capitals: ΑΝΩΦΕΡΕΙΑ
Transliteration A: anōphéreia Transliteration B: anōphereia Transliteration C: anofereia Beta Code: a)nwfe/reia

English (LSJ)

ἡ,

   A motion upwards, opp. κατωφ., Alex.Aphr.Pr.1.92.

German (Pape)

[Seite 269] ἡ, die Bewegung nach oben; die Steilheit, Sp. Von

Greek (Liddell-Scott)

ἀνωφέρεια: ἡ, ἡ πρὸς τὰ ἄνω φορά, ἢ ἀνήφορος, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ κατωφέρεια, Ἀλεξ. Ἀφρ. Πρβλ. 1. 92.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
1 movimiento ascendenteop. κατωφέρεια Alex.Aphr.Pr.1.92.
2 proyección hacia arriba τοῦ φωτός Corp.Herm.16.8.3.

Greek Monolingual

η (Α ἀνωφέρεια)
η νεοελλ.
1. κλίση εδάφους προς τα επάνω
2. έδαφος με κλίση προς τα επάνω, ανήφορος
αρχ.
κίνηση προς τα επάνω.