ἄτροφος
αἰθὴρ δ᾽ ἐλαφραῖς πτερύγων ῥιπαῖς ὑποσυρίζει (Aeschylus, Prometheus Bound 126) → The bright air fanned | whistles and shrills with rapid beat of wings.
English (LSJ)
ον,
A ill-fed, X.Mem. 3.3.4; -ώτερος εἶναι Ael.NA12.20; ill of atrophy, pining away, Plu.2.912e. b non-viable, of infants, Ptol.Tetr.127. 2 Act., not nutritious, Thphr.CP2.5.1, 2.6.4, Diph.Siph. ap. Ath.2.54a (Comp.); so prob. in Arist.Mete.384a25 (but possibly, that will not curdle (τρέφω I)). 3 ἄτροφος τυρός· ὁ πησσόμενος (Lacon.), Hsch.
German (Pape)
[Seite 389] 1) nicht nahrhaft, von Pflanzen, Theophr.; Diphil. bei Ath. II, 54 a von Fischen, Ath. 288 c. – 2) nicht gut genährt, dürr, Xen. Mem. 3, 3, 4; auch = an der Auszehrung krankend, Medic.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
I. 1 non nourri, mal nourri;
2 qui dépérit, épuisé;
II. non nourrissant;
Cp. ἀτροφώτερος.
Étymologie: ἀ, τροφή.
Spanish (DGE)
-ον
1 poco o mal alimentado de animales, X.Mem.3.3.4, Plu.2.912d, φλέβες Ael.NA 12.20
•desnutrido, poco desarrollado de niños al nacer, Hp.Dent.29, MAMA 7.234 (Frigia oriental), Ptol.Tetr.3.10.7, Plin.HN 26.110, ἄτροφος γονὴ καὶ ἄζως Aristid.Quint.124.12, ἀρσενοπαῖς τόκος ἄ. Nonn.D.21.123
•fig. que no crece por falta de alimento o combustible del fuego, Gr.Nyss.Hex.5, de las estrellas, Gr.Naz.M.37.429A.
2 no alimenticio, poco nutritivo σπέρματα Mnesith.Ath.26.3, γάλα Arist.Mete.384a25, ὕδατα ἁλμυρὰ καὶ νιτρώδη Thphr.CP 2.5.1, ὁ νεοαλής (τυρός) Dsc.2.71, καρπός Dsc.1.127, τὰ ἀμύγδαλα χλωρά Diph.Siph. en Ath.54a, ἑψήματα Orib.4.8.7
•débil, poco eficaz de las propiedades de ciertos medicamentos, Gal.14.60.
Greek Monolingual
-η, -ο (AM ἄτροφος, -ον)
μσν.- νεοελλ.
(για γυναίκα) στείρα, άγονη
αρχ.
1. ο ατροφικός
2. ο μη θρεπτικός
3. (για γάλα) που δεν πήζει.
[ΕΤΥΜΟΛ. < α- στερ. + -τροφος < τρέφω.
Greek Monotonic
ἄτροφος: -ον (τρέφω), αυτός που δεν τρέφεται, ασθενής από ατροφία, σε Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
ἄτροφος:
1) плохо кормленный, тощий, худой Xen., Plut.;
2) изнуренный, чахлый Arst., Plut.;
3) нежирный, водянистый (τὸ μὴ ἔχον τυρὸν γάλα Arst.).
Middle Liddell
τρέφω
not fed, ill-fed, Xen.