ἔγχουσα

Revision as of 16:55, 8 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

ἡ, Att. for ἄγχουσα (q. v.), Ar.Lys.48, X.Oec.10.2.

German (Pape)

[Seite 714] ἡ, = ἄγχουσα, Xen. Oec. 10, 2 u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἔγχουσα: ἡ, Ἀττ. ἀντὶ ἄγχουσα, φυτὸν ἐκ τῆς ῥίζης τοῦ ὁποίου ἐξάγεται ἐρυθρὰ βαφή, Ἀριστοφ. Λυσ. 48, Ξεν. Οἰκ. 10, 2.· ἄγχουσα, ἐν Θεοφρ. Ἱστ. Φ. 7. 8, 3, διαφ. γραφ. ἐν Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 309. 3. Καθ’ Ἡσύχ. «ἄγχουσα· ῥίζα τις (ᾗ) παρειὰς ἐρυθραίνουσιν αἱ γυναῖκες».

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
att.
plante, c. ἄγχουσα.

Spanish (DGE)

v. ἄγχουσα.

Greek Monotonic

ἔγχουσα: ἡ, το φυτό ἄγχουσα, από τη ρίζα του οποίου παράγεται κόκκινη βαφή, σε Ξεν. (άγν. προέλ.).

Russian (Dvoretsky)

ἔγχουσα: ἡ Arph., Xen. = ἄγχουσα.

Middle Liddell

ἔγχουσα, ἡ,
the plant alkanet, the root of which yields a red dye, Xen. [deriv. uncertain]