ἴκτις

From LSJ
Revision as of 17:25, 8 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")

δήλωσιν ποιούμενος ὅτι ὁ ἐντυγχάνων τοῖς τε λίθοις καὶ τοξεύμασι διεφθείρετο → intimating that it was a mere matter of chance who was hit and killed by stones and bow-shots

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἴκτῐς Medium diacritics: ἴκτις Low diacritics: ίκτις Capitals: ΙΚΤΙΣ
Transliteration A: íktis Transliteration B: iktis Transliteration C: iktis Beta Code: i)/ktis

English (LSJ)

ῐδος (ἰκτῖδας is f.l. in Ar.Ach.880), ἡ,

   A the γαλῆ ἀγρία or yellow-breasted marten, Ar. l.c., Arist.HA612b10, Nic.Th.196, cf. Sch.adloc., Aret.SD1.15. (ι is prothetic, cf. κτίδεος.)

German (Pape)

[Seite 1250] ιδος, ἡ, so nach Arcad. 35 zu accentuiren, eine Wieselart; Arist. H. A. 9, 6; Nic. Th. 196; Stob. fl. 100, 22. Bei Ar. Ach. 845 steht ἰκτῖδας ἐνύδρως, was Elmsl. in ἴκτιδας ἐνυδρίας ändert.

Greek (Liddell-Scott)

ἴκτῐς: ῐδος (Ἀρκ. 55, 6) καὶ ἰκτίς, ίδος, ἡ, κοινῶς «κουνάβι» (πρβλ. γαλέη), Ἀριστοφ. Ἀχ. 880. Ἀριστ. π. τὰ Α. Ἱστ. 9. 6, 11, Σχόλ. εἰς Νικ. Θηρ. 196, γνωστὴ ὡσαύτως τῷ Ὁμήρ., ὡς φαίνεται ἐκ τοῦ ἐπιθετ. τύπου κτίδεος ἴδε Rolleston Journ. of Anat. 2. σ. 56. (Ἡ ἐσφαλμ. γραφ. παρ’ Ἀριστοφ. (ἔνθ’ ἀνωτ.), ἰκτῖδας ἐνύδρως διορθοῦται ὑπὸ Elmsl., ἴκτῐδας, ἐνύδριας).

French (Bailly abrégé)

ιδος (ἡ) :
fouine, ou martre, animal.
Étymologie: DELG rapport prob. avec ἴκτερος, ἰκτῖνος.

Greek Monolingual

ἴκτις, -ιδος, ἡ (Α) το κουνάβι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ., η λ. συνδέεται πιθ. με τον τ. ἴκτερος. Από τη λ. ἴκτις, -ἵδος σχηματίστηκε τ. κτίδεος, με σίγηση του αρκτικού ι-, που μαρτυρείται στην Ιλιάδα ως: κτιδέη κυνέη «περικεφαλαία από δέρμα ικτίδος»].

Greek Monotonic

ἴκτῐς: -ῐδος, ἡ, κουνάβι (πρβλ. γαλέη), Λατ. mustela, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

ἴκτις: ιδος и ἰκτίς, ίδος ἡ куница Arph., Arst.

Frisk Etymological English

-ιδος
Grammatical information: f.
Meaning: marten (Ar., Arist.);
Other forms: also ἰκτίς, -ίδος
Derivatives: κτίδεος (ἰκτίδεος Suid.) in κτιδέη κυνέη helmet of marten-skin (Κ 335, 458) with apocope of the first vowel (P. Maas KZ 60, 286, Leumann Hom. Wörter 53f.); artificial backformation κτίς H. s. κτιδέα.
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: No etymology; cf. on ἴκτερος.

Middle Liddell

ἴκτῐς, ῐδος, ἡ,
the yellow-breasted marten, the marten-cat, (cf. γαλέἠ, Lat. mustela, Ar.

Frisk Etymology German

ἴκτις: -ιδος (ἰκτίς, -ίδος)
{íktis}
Grammar: f.
Meaning: Marder (Ar., Arist., Nik.);
Derivative: davon κτίδεος (ἰκτίδεος Suid.) in κτιδέη κυνέη Helm aus Marderfell (Κ 335, 458) mit Apokope des Anlautvokals, vielleicht durch Umgliederung der Wortfuge (P. Maas KZ 60, 286, Leumann Hom. Wörter 53f.); durch künstliche Rückbildung κτίς H. s. κτιδέα.
Etymology : Ohne Etymologie; vgl. zu ἴκτερος.
Page 1,719