Λιμὴν νεὼς ὅρμος, βίου δ' ἀλυπία → Des Lebens Ankerplatz und Port ist Seelenruh → Λιμὴν πλοίου μέν, ἀλυπία δ' ὅρμος βίου
Full diacritics: ῥάγος | Medium diacritics: ῥάγος | Low diacritics: ράγος | Capitals: ΡΑΓΟΣ |
Transliteration A: rhágos | Transliteration B: rhagos | Transliteration C: ragos | Beta Code: r(a/gos |
τό,= ῥάκος, PStrassb.21.24, al. (ii A.D.).
-ους, τὸ, Α
φθαρμένο και ξεσχισμένο ένδυμα, ράκος, κουρέλι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συνεσταλμένη βαθμίδα ῥαγ- του ῥήγνυμι + κατάλ. -ος (πρβλ. ράκ-ος)].