destroy
Πένητας ἀργοὺς οὐ τρέφει ῥᾳθυμία → Desidia nescit educare pauperem → Den trägen Armen nährt nicht seine Arbeitsscheu
English > Greek (Woodhouse)
verb transitive
P. and V. φθείρειν, διαφθείρω, διαφθείρειν, καταφθείρειν (Plato but rare P.), ἀπόλλυμι, ἀπολλύναι, διολλύναι, ἐξολλύναι, καθαιρεῖν, ἀναιρέω, ἀναιρεῖν, ἀναλίσκειν, ἀναλοῦν, ἐξαναλίσκειν, κατεργάζεσθαι, ἀποφθείρειν (Thuc. but rare P.), V. ὀλλύναι, ἐξαπολλύναι, ἀϊστοῦν, ᾀστοῦν, ἐξαϊστοῦν, ἐξαποφθείρειν, καταφθίσαι (1st aor. of καταφθίνειν), ἀποφθίσαι (1st aor. of ἀποφθίνειν), πέρθειν, διεργάζεσθαι, ἐξεργάζεσθαι, διαπράσσειν, ἐκπράσσειν, P. διαχρῆσθαι; see kill, ravage, corrupt, ruin, annihilate.
destroy beforehand: P. προδιαφθείρειν.
be destroyed beforehand: P. προαπόλλυσθαι.
destroy inaddition: P. and V. προσδιαφθείρειν.
destroy in return: P. and V. ἀνταπολλύναι.
destroy together: V. συνδιολλύναι (Eur., Fragment).
help to destroy: P. συγκαθαιρεῖν (acc.), συναπολλύναι (acc.).
destroyed utterly, adj.: Ar. and P. ἐξώλης, P. προώλης, V. ἄϊστος, πανώλης, Ar. and V. πανώλεθρος; see ruined.