Κυρηναϊκός
From LSJ
Βίον καλὸν ζῇς, ἂν γυναῖκα μὴ τρέφῃς → Uxorem si non duxis, vives commode → Gut ist dein Leben, wenn du keine Frau ernährst
English (LSJ)
ή, όν, Cyrenaic: οἱ K. A the disciples of Aristippus of Cyrene, D.L.2.85; Κυρηναϊκὴ φιλοσοφία, αἵρεσις, Str.17.3.22, D.L. 1.18.
Greek (Liddell-Scott)
Κῠρηναϊκός: -ή, -όν, ὁ ἐκ Κυρήνης· οἱ Κυρηναϊκοί, οἱ μαθηταὶ καὶ ὀπαδοὶ τοῦ ἐκ Κυρήνης Ἀριστίππου, Διογ. Λ. 2. 85· Κυρηναϊκὴ φιλοσοφία, αἵρεσις Στράβ. 837.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
de Cyrène ; οἱ Κυρηναϊκοί les Cyrénaïques, disciples d’Aristippe de Cyrène.
Étymologie: Κυρηναῖος.
Russian (Dvoretsky)
Κῡρηναϊκός: II ὁ последователь киренской философии Plut.
киренекий: ἡ Κυρηναϊκὴ αἵρεσις или φιλοσοφία Diog. L. киренская философия (т. е. учение Аристиппа Киренского).