βεμβικίζω
Ὥσπερ αὐτοῦ τοῦ ἡλίου μὴ ὄντος καυστικοῦ, ἀλλ' οὔσης ζωτικῆς καὶ ζωοποιοῦ θέρμης ἐν αὐτῷ καὶ ἀπλήκτου, ὁ ἀὴρ παθητικῶς δέχεται τὸ ἀπ' αὐτοῦ ϕῶς καὶ καυστικῶς· οὕτως οὖν ἁρμονίας οὔσης ἐν αὐτοῖς τινὸς καὶ ἑτέρου εἴδους ϕωνῆς ἡμεῖς παθητικῶς ἀκούομεν → Just as although the Sun itself does not cause burning but has a heat in it that is life-giving, life-engendering, and mild, the air receives light from it by being affected and burned, so also although there is a certain harmony and a different kind of voice in them, we hear it by being affected.
English (LSJ)
A set a-spinning, ἑαυτούς Id.V.1517.
German (Pape)
[Seite 442] wie einen Kreisel drehen, Ar. Vesp. 1517.
Greek (Liddell-Scott)
βεμβῑκίζω: μέλλ. Ἀττ. -ιῶ, (βέμβιξ), κάμνω νὰ περιστρέφηταί τι, ἵνα βεμβικίζωσιν ἑαυτοὺς Ἀριστοφ. Σφηξ. 1517.
French (Bailly abrégé)
faire tourner comme une toupie, faire pirouetter.
Étymologie: βέμβιξ.
Spanish (DGE)
(βεμβῑκίζω) hacer girar como una peonza ἑαυτούς Ar.V.1517.
Greek Monolingual
βεμβικίζω (Α) βέμβιξ
περιστρέφω κάτι, το κάνω να περιστρέφεται σαν σβούρα.
Greek Monotonic
βεμβῑκίζω: (βέμβιξ), μέλ. Αττ. -ιῶ, κάνω κάτι να περιστρέφεται σαν σβούρα, σε Αριστοφ.
Russian (Dvoretsky)
βεμβῑκίζω: вращать волчком Arph.