γάμιος
κάμψαι διαύλου θάτερον κῶλον πάλιν → bend back along the second turn of the race, turning the bend and coming back for the second leg of the double run, run the homeward course, retrace one's steps
English (LSJ)
[ᾰ], α, ον, A = γαμήλιος, μέλος Mosch.2.124; εὐνή Opp.C. 3.149, cf. Nonn.D.1.69, al.; γαμίης ἐλπίδος ἐστέρεσεν IG12(8).600 (Thasos).
German (Pape)
[Seite 473] dasselbe, μέλος Mosch. 2, 120; εὐνή Opp. C. 3, 149; Nonn.
Greek (Liddell-Scott)
γάμιος: -α, -ον, = γαμήλιος, Μόσχ. 2. 120, Ὀππ. Κ. 3. 149 · γαμίης ἐλπίδος ἐστέρησεν Ἐπιγράμμ. Ἑλλην. 325. 14.
Spanish (DGE)
-η, -ον
• Prosodia: [-ᾰ-]
1 nupcial μέλος Mosch.2.124, γ. ... τραπέζη mesa de bodas Nonn.Par.Eu.Io.2.2, ref. a una muchacha soltera γαμίης ἐλπίδος ἐστέρεσεν IG 12(8).600.15 (Tasos II d.C.), γαμίων ἔτι νῆις ἐρώτων Nonn.D.20.156.
2 relativo a la unión amorosa o sexual γαμίης ... εὐνῆς del apareamiento de animales, Opp.C.3.149, Βορέης γαμίῃ δεδονημένος αὔρῃ Bóreas excitado por una brisa de deseo amoroso Nonn.D.1.69, γαμίῃ ῥαθάμιγγι Διιπετέων ὑμεναίων ref. a la fecundación de Sémele por Zeus, Nonn.D.8.6, cf. 321.
Greek Monolingual
γάμιος, -α, -ον (AM) γάμος
αυτός που έχει σχέση με τον γάμο ή τη συνουσία.
Greek Monotonic
γάμιος: [ᾰ] ,-α, -ον = γαμήλιος, σε Μόσχ.