δίπηχυς
αἱ δὲ χολωσάμεναι πηρὸν θέσαν → but they in their wrath maimed him, but they in their wrath made him helpless, but they in their wrath made him blind
English (LSJ)
υ, A two cubits long, broad, etc., Hdt.2.78, Hp.Art.7, etc.
German (Pape)
[Seite 639] υ, zwei Ellen groß; Her. 2, 78. 96; Plat. Phaed. 96 e u. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
δίπηχυς: υ, ἔχων δύο πήχεων ἔκτασιν, Ἡρόδ. 2. 78, Ἱππ. Ἄρθρ. 783, κτλ.
French (Bailly abrégé)
υς, υ;
de deux coudées.
Étymologie: δίς, πῆχυς.
Spanish (DGE)
-υ
• Alolema(s): δίπᾱχυς AP 6.255 (Eryc.)
1 que mide dos codos, de dos codos ξύλον Hp.Art.7, Hdt.2.96, Plb.6.22.4, cf. Hp.Mochl.38, βῆμα Hdt.4.82, δρέπανα σιδηρᾶ X.Cyr.6.1.30, σηπίαι Arist.HA 524a27, ἡ περίμετρος (δένδρου) Thphr.HP 3.13.1, καταπάλται IG 22.1467.49, 51 (IV a.C.), κυπαρισσίνων ἀπότομα IG 11(2).287B.150 (Delos III a.C.), βότρυς Str.2.1.14, ῥάβδοι Dsc.3.5.1, ὄφεις Str.15.1.37, τύρσεις I.BI 5.165, cf. X.An.4.2.28, Arist.Mech.856b5, Str.3.2.7, AP l.c., Plu.Them.31, διάστημα τῆς γῆς Ph.2.357
•de pers., irón. AP 11.108, γέγονέ σου τὸ ψυχάριον ἀντὶ δακτυλιαίου δίπηχυ tu almita pasó de ser de dos dedos a ser de dos codos Arr.Epict.3.2.10.
2 neutr. sg. subst. τὸ δ. dos codos, medida de dos codos Pl.Phd.101b, Arist.Ph.206a4, Cat.5b26, 6a21, Plot.6.4.13, δίπηχύ που ἀναβαῖνον que sobrepasa los dos codos una planta, Dsc.1.3, cf. LXX Nu.11.31, ἀνέπεμψεν αὐτοὺς ἐς δίπηχυ τοῦ ἀέρος los lanzó hacia el aire a una altura de dos codos Philostr.VA 3.17
•tb. neutr. plu. κροκόδειλοι διπηχέων ἦσαν οὐκ ἐλάσσους había cocodrilos no inferiores a dos codos Paus.1.33.6, cf. 2.28.1.
Greek Monotonic
δίπηχυς: -υ, αυτός που έχει δύο πήχεις μήκος ή πλάτος κ.λπ., σε Ηρόδ. κ.λπ.
Russian (Dvoretsky)
δίπηχυς: размером в два пехия (ок. 0.92 м) Her., Plat., Arst.
Middle Liddell
adj
two cubits long, broad, etc., Hdt., etc.