διψαλέος
τὸν αὐτὸν ἔρανον ἀποδοῦναι → pay him back in his own coin, repay him in his own coin, pay someone back in their own coin, pay back in someone's own coin, give tit for tat, pay back in kind
English (LSJ)
α, ον, A thirsty, μῦς Batr.9; ἀνήρ Call. Jov.27, cf. AP9.128; ἐπιθυμία Ph.1.116; δ. θρυαλλίδιον wanting oil, Luc. Tim.14; ὀδύνη δ. the pain of thirst, Id.Dips.6; ὄργανα δ. subject to thirst, Aret.SA2.4. 2 dry, parched, ἀήρ A. R.4.678, Nonn.D. 22.260, al. II thirst-provoking, χοῖρος AP9.487 (Pall.).
German (Pape)
[Seite 647] durstig; Batrach. 9; χοῖρος Pallad. 23 (IX, 487) u. a. Sp.; ὀδύνη, Schmerz von heftigem Durste, p. bei Luc. Dips. 6; übertr., trocken; θρυαλλίδιον Luc. Tim. 14.
Greek (Liddell-Scott)
διψᾰλέος: -α, -ον, = δίψιος, ἔχων δίψαν, Βατραχομ. 9· δ. θρυαλλίδιον, ἔχον ἀνάγκην ἐλαίου, Λουκ. Τίμ. 14.· ― ὁδύνη δ., ὁ πόνος ἐκ δίψης, ὁ αὐτ. Διψ. 6· ― ξηρός, κατάξηρος, ἀήρ Καλλ. εἰς Δία 27, Ἀπολλών. Ρόδ. Δ. 678.
French (Bailly abrégé)
α, ον :
qui a soif, altéré ; διψαλέον θρυαλλίδιον LUC lampe qui manque d’huile ; διψαλέα ὀδύνη LUC souffrance que cause la soif.
Étymologie: δίψα.
Spanish (DGE)
(διψᾰλέος) -α, -ον
• Alolema(s): poét. fem. -έη Call.Del.130, epigr. en Luc.Dips.6, Nonn.D.22.260, 42.292
I 1de pers., anim. o sus partes sediento μῦς Batr.9, ἀνήρ Call.Iou.27, cf. AP 15.28 (Anastasius Traulus), de enfermos, Aret.SA 2.6, 7, θήρ AP 9.128, ὄργανα Aret.SA 2.4.
2 de cosas seco ἀήρ A.R.4.678, λυχνίδιον ... δ. lamparilla seca de aceite, Luc.Tim.14, γαῖα Nonn.ll.cc.
•tórrido Κύων de la canícula, Euph.Epigr.193f.5v.G.
II sent. act.
1 que produce sed χοῖροι AP 9.487 (Pall.), ὀδύνη epigr. en Luc.l.c., hipérb. δεῖπνα ... ὑπολιμώδη ... καὶ διψαλέα de los banquetes homéricos, Plu.2.643d.
2 que deseca διψαλέην ἄμπωτιν ἔχων el río Peneo, Call.l.c.
3 fig. ardiente ἐπιθυμία ... δ. ἀεί Ph.1.116.
Greek Monolingual
-α, -ο (AM διψαλέος)
1. αυτός που έχει μεγάλη δίψα, καταδιψασμένος
2. (για έδαφος) στεγνός, ξερός
αρχ.
αυτός που προκαλεί δίψα.
Greek Monotonic
διψᾰλέος: -α, -ον, = δίψιος, διψασμένος, σε Βατραχομ.
Russian (Dvoretsky)
διψᾰλέος:
1) томимый жаждой (μῦς Batr.; χοῖρος Anth.);
2) томящий жаждой: διψαλέη ὀδύνη Luc. мучительная жажда;
3) не утоляющий жажды (δεῖπνα Plut.);
4) сухой, высохший (θρυαλλίδιον Luc.).