δυσεμής

From LSJ
Revision as of 19:35, 10 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

τίς γὰρ ἁδονᾶς ἄτερ θνατῶν βίος ποθεινὸς ἢ ποία τυραννίς; τᾶς ἄτερ οὐδὲ θεῶν ζηλωτὸς αἰών → What human life is desirable without pleasure, or what lordly power? Without it not even the life of the gods is enviable.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δῠσεμής Medium diacritics: δυσεμής Low diacritics: δυσεμής Capitals: ΔΥΣΕΜΗΣ
Transliteration A: dysemḗs Transliteration B: dysemēs Transliteration C: dysemis Beta Code: dusemh/s

English (LSJ)

ές,    A hard to make to vomit, Gal.17(2).329, prob. l. in Dsc.4.153; cf. δυσημής.

German (Pape)

[Seite 679] ές, schwer zum Erbrechen zu bringen, Medic.; vgl. δυσημής.

Greek (Liddell-Scott)

δυσεμής: -ές, ὁ δυσκόλως ἐμῶν, εἰώθασιν οἱ δυσεμεῖς πτερῷ χρῆσθαι Γαλην. 9, 546· πρβλ. δυσημής.

Spanish (DGE)

-ές
que vomita con dificultad Dsc.4.153.3, Gal.11.55, 12.536, 17(2).329, Sch.Ar.Ach.584, cf. δυσημής.

Greek Monolingual

δυσεμής και δυσημής, -ές (Α)
αυτός που δεν μπορεί να κάνει εμετό, παρά την τάση προς εμετό.