δυσεκπέρατος

From LSJ
Revision as of 19:40, 10 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

εἰργάζοντο λογάδην φέροντες λίθους καὶ ξυνετίθεσαν ὡς ἕκαστόν τι ξυμβαίνοι → they went to work bringing the stones as they picked them out and put them together as each one happened to fit

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δῠσεκπέρᾱτος Medium diacritics: δυσεκπέρατος Low diacritics: δυσεκπέρατος Capitals: ΔΥΣΕΚΠΕΡΑΤΟΣ
Transliteration A: dysekpératos Transliteration B: dysekperatos Transliteration C: dysekperatos Beta Code: dusekpe/ratos

English (LSJ)

ον,    A hard to pass out from, hard to escape, E.Hipp.678 (lyr.), 883 (lyr., v. l. δυσεκπέραντος).

German (Pape)

[Seite 678] schwer zu vollenden, durchzubringen; κακόν, πάθος, Eur. Hipp. 676. 873, v. l. δυσεκπέραντος.

Greek (Liddell-Scott)

δυσεκπέρᾱτος: -ον, ὃν δύσκολον εἶνε νὰ ἐκφύγῃ τις, νὰ περάσῃ, Εὐρ. Ἱππ. 678, 883, μετὰ διαφ. γρ. δυσεκπέραντος.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
difficile à traverser ; fig. difficile à subir jusqu’au bout.
Étymologie: δυσ-, ἐκπεραίνω.

Spanish (DGE)

(δυσεκπέρᾱτος) -ον
del que es difícil librarse πάθος E.Hipp.678, ὀλοὸν κακόν E.Hipp.883.

Greek Monolingual

δυσεκπέρατος, -ον (Α)
αυτός τον οποίο δύσκολα μπορεί κανείς να περάσει.

Greek Monotonic

δυσεκπέρᾱτος: -ον, αυτός που δύσκολα τελειώνει, αυτός που δύσκολα θεραπεύεται, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

δυσεκπέρᾱτος: v. l. δυσεκπέραντος 2 безвыходный, безысходный, нескончаемый (πάθος Eur.).

Middle Liddell

δυσ-εκπέρᾱτος, ον
hard to pass out from, Eur.