εὔηχος

From LSJ
Revision as of 20:55, 10 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

καὶ νῦν περὶ ἀρετῆς ὃ ἔστιν ἐγὼ μὲν οὐκ οἶδα, σὺ μέντοι ἴσως πρότερον μὲν ᾔδησθα πρὶν ἐμοῦ ἅψασθαι, νῦν μέντοι ὅμοιος εἶ οὐκ εἰδότι → so now I do not know what virtue is; perhaps you knew before you contacted me, but now you are certainly like one who does not know

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὔηχος Medium diacritics: εὔηχος Low diacritics: εύηχος Capitals: ΕΥΗΧΟΣ
Transliteration A: eúēchos Transliteration B: euēchos Transliteration C: eyichos Beta Code: eu)/hxos

English (LSJ)

ον,    A = εὐηχής, euphonious, Phld.Po.994.24, v.l. in D.H. Comp.14, cf. Longin.24.2; melodious, of the voice, Ath.3.80d; εὔ. φωνητήρια ὄργανα Ph.1.511; ἀρτηρίαν εὔ. παρασκευάζειν Dsc.2.27; κύμβαλα LXX Ps.150.5: neut. pl. εὔηχα as Adv., κελαδεῖν Ps.-Luc.Philopatr.3: regul. Adv. -ήχως Thom.Mag.p.223 R.

German (Pape)

[Seite 1068] dasselbe, χελιδόνες εὔηχα κελαδοῦσιν Luc. Philopat. 3; dem εὔφωνος entsprechend, von schöner, klangreicher Stimme, Ath. III, 80 d u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

εὔηχος: -ον, = εὐηχής, Διον. Ἁλ. π. Συνθ. 14, Ἀθήν. 80D· οὐδ. πληθ. εὔηχα, ὡς Ἐπίρρ., Ψευδο-Λουκ. Φιλόπατρ. 3.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
c. εὐηχής.

Greek Monolingual

-η, -ο (ΑΜ εὔηχος, -ον)
1. αυτός που ηχεί καλά, μελωδικός («αἰνεῑτε αὐτὸν ἐν κυμβάλοις εὐήχοις», ΠΔ)
2. ο εύφωνος, ο καλλίφωνος («εὐφώνους φησὶ γίγνεσθαι τοὺς μὴ σύκων ἐσθίοντας», Αθήν.).
επίρρ...
εύηχα (ΑΜ εὐήχως και εὔηχα)
1. με εύηχο τρόπο, με ρυθμό αρμονικό
2. με δυνατή φωνή.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιθέτως προς τα παλαιότερα σύνθετα σε -ηχής (πολυ-ηχής, υψ-ηχής κ.λπ.) που παράγονται από τον παλαιότερο τ. ηχή, τα νεώτερα σύνθετα σε -ηχος όπως το εύ-ηχος (πρβλ. και άντ-ηχος) παράγονται μάλλον από τον νεώτερο τ. ήχος ()].