θορίσκομαι
From LSJ
οὕτως καὶ ἡ πίστις, ἐὰν μὴ ἔχῃ ἔργα, νεκρά ἐστιν καθ' ἑαυτήν → so even the Faith, if it does not have deeds, and is on its own, is dead | the Faith without works is dead
English (LSJ)
Pass., A receive semen, διὰ τῶν ὤτων Ant.Lib.29.3.
German (Pape)
[Seite 1214] den Saamen in stch aufnehmen, empfangen, Ant. Lib. 29.
Greek (Liddell-Scott)
θορίσκομαι: Παθ., δέχομαι σπέρμα, Ἀντών. Λιβ. 29.
Greek Monolingual
θορίσκομαι (Α)
δέχομαι σπέρμα, συλλαμβάνω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θορός, αναλογικά προς το κυΐσκομαι «συλλαμβάνω, μένω έγκυος»].