κάλλιον

From LSJ
Revision as of 22:05, 10 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

Δειναὶ γὰρ αἱ γυναῖκες εὑρίσκειν τέχνας → Multum struendas mulier ad fraudes valet → Intrigen zu ersinnen ist die Frau geschickt

Menander, Monostichoi, 130
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κάλλιον Medium diacritics: κάλλιον Low diacritics: κάλλιον Capitals: ΚΑΛΛΙΟΝ
Transliteration A: kállion Transliteration B: kallion Transliteration C: kallion Beta Code: ka/llion

English (LSJ)

(A), neut. of καλλίων, used as Adv., v. sub καλός c.
κάλλιον (B), τό, precinct used as a Court at Athens, AB269, cf. Androt. ap. Poll.8.121 (Κάλλειον, fr. καλλίας, Phot.); at Cyzicus, apptly. a    A board or bench of magistrates, ἄρχων τοῦ κ. IGRom.4.153 (ii A. D.); cf. καλλιάζω, καλλιαρχέω.

German (Pape)

[Seite 1310] neutr. von καλλίων (s. καλός); – τὸ κάλλιον, nach B. A. 269 u. Poll. 8, 121 ein Gerichtshof in Athen; bei Phot. p. 126 κάλλειον.

Greek (Liddell-Scott)

κάλλιον: οὐδέτ. τοῦ καλλίων, ἐν χρήσει ὡς ἐπίρρ., ἴδε ἐν λ. καλὸς Γ.

French (Bailly abrégé)

neutre de καλλίων, Cp. de καλός.

English (Autenrieth)

see κᾶλός.

Greek Monolingual

(I)
κάλλιον (AM)
1. (ουδ. συγκρ. βαθμού του επιθ. καλός) ωραιότερο ή καλύτερο
2. (ως επίρρ.) καλύτερα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. καλλίων.
(II)
κάλλιον, τὸ (Α)
(στην Αθήνα) τόπος που χρησίμευε ως δικαστήριο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ.
ΠΑΡ. αρχ. καλλιάζω (II).
ΣΥΝΘ. αρχ. καλλιαρχώ].

Greek Monotonic

κάλλῑον: ουδ. του καλλίων, το οποίο χρησιμ. ως επίρρ., βλ. καλός Γ.

Russian (Dvoretsky)

κάλλιον: compar. n к καλός.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κάλλιον comp. n., van καλός.

Middle Liddell


neut. of καλλίων, used as adv., v. καλός C.