κλαυσείω

From LSJ
Revision as of 09:15, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

Δρυὸς πεσούσης πᾶς ἀνὴρ ξυλεύεται → Quercu cadente, nemo ignatu abstinet → Fiel erst die Eiche, holt ein jeder Mann sich Holz

Menander, Monostichoi, 123
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κλαυσείω Medium diacritics: κλαυσείω Low diacritics: κλαυσείω Capitals: ΚΛΑΥΣΕΙΩ
Transliteration A: klauseíō Transliteration B: klauseiō Transliteration C: klafseio Beta Code: klausei/w

English (LSJ)

= sq., Apollon.Lex.    A s.v. ὀψείοντες.

German (Pape)

[Seite 1446] desiderat. zu κλαίω, ich möchte weinen, Synes.

Greek (Liddell-Scott)

κλαυσείω: τῷ ἑπομ., Συνέσ. 15Α.

Greek Monolingual

κλαυσείω (Α)
κλαυσιώ, επιθυμώ να κλάψω, έχω τη διάθεση να θρηνήσω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κλαυσ- του κλαίω (πρβλ. μέλλ. κλαύσ-ω) + κατάλ. -(σ)είω, χαρακτηριστική τών εφετικών ρ. (πρβλ. πολεμησ-είω «επιθυμώ να πολεμήσω»)].