κολοβανθής
From LSJ
Ῥίζα γὰρ πάντων τῶν κακῶν ἐστιν ἡ φιλαργυρία → Root of all the evils is the love of money (Radix omnium malorum est cupiditas)
English (LSJ)
ές, A bearing stunted (i.e. papilionaceous) flowers, such as peas, Thphr.HP8.3.3:—also κολοβοανθής, ib.6.5.3.
Greek Monolingual
-ές (Α κολοβανθής και κολοβοανθής, -ές)
αυτός που έχει κολοβά άνθη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κολοβός + -ανθής (< ἄνθος), πρβλ. λευκ-ανθής, φιλ-ανθής].