κομπαστής

From LSJ
Revision as of 09:36, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

ὄρνιθι γὰρ καὶ τὴν τότ᾽ αἰσίῳ τύχην παρέσχες ἡμῖν → for it was by a good omen that you provided that past fortune to us

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Κομπαστής Medium diacritics: κομπαστής Low diacritics: κομπαστής Capitals: ΚΟΜΠΑΣΤΗΣ
Transliteration A: kompastḗs Transliteration B: kompastēs Transliteration C: kompastis Beta Code: *kompasth/s

English (LSJ)

οῦ, ὁ,    A braggart, boastful, Ph.2.273 (pl.), Plu.Crass.16, Sch.Ar.Ach.595 in POxy. 856.56.    II one who rings wine-jars to test their soundness (cf. κομπάζω 11), PSI8.953.3 (vi A.D.).

German (Pape)

[Seite 1479] ὁ, der Großsprecher, Prahler, Plut. Crass. 16 u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

κομπαστής: -οῦ, ὁ, ὁ κομπάζων, ἀλαζών, Πλουτ. Κράσσ. 16.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
vantard, fanfaron.
Étymologie: κομπάζω.

Greek Monolingual

ο, θηλ. κομπάστρια (Α κομπαστής) κομπάζω
αυτός που κομπάζει, αλαζόνας, καυχησιάρης
αρχ.
αυτός που χτυπά με το χέρι πήλινο δοχείο κρασιού για να ελέγξει τη στερεότητά του.

Greek Monotonic

κομπαστής: -οῦ, ὁ (κομπάζω), κομπορρήμων, καυχησιάρης, σε Πλούτ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κομπαστής -οῦ, ὁ [κομπάζω] opschepper.

Russian (Dvoretsky)

κομπαστής: οῦ ὁ хвастун Plut.

Middle Liddell

κομπαστής, οῦ, κομπάζω
a braggart, Plut.