Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

λάγειος

From LSJ
Revision as of 10:26, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

Ζῆν οὐκ ἄξιος, ὅτῳ μηδὲ εἷς ἐστι χρηστὸς φίλοςLife is not worth living if you do not have at least one friend.

Democritus, DK 68b22
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λάγειος Medium diacritics: λάγειος Low diacritics: λάγειος Capitals: ΛΑΓΕΙΟΣ
Transliteration A: lágeios Transliteration B: lageios Transliteration C: lageios Beta Code: la/geios

English (LSJ)

[ᾰ], α, ον,    A = λαγῷος, λ. κρέα Hp.Aff.43, Orib.3.3.6; κρέας λάγειον Sor.1.51. (From Ion. λαγός = λαγώς.)

German (Pape)

[Seite 3] vom Hafen, λαγώς, VLL., bes. κρέας.

Greek (Liddell-Scott)

λάγειος: [ᾰ], -ον, ὡσαύτως α, ον, μεταγεν. τύπος ἀντὶ τοῦ λαγῷος, λ. κρέα Ὀρειβ. ἐν Συλλ. Ἰατρ. 3. 3.

Greek Monolingual

λάγειος, -εία, -ον, θηλ. και -ος (Α) λαγώς
αυτός που ανήκει στον λαγό ή προέρχεται από αυτόν, λαγήσιος («λάγεια κρέα», Ιπποκρ.).

Greek Monolingual

λάγειος, -εία, -ον, θηλ. και -ος (Α) λαγώς
αυτός που ανήκει στον λαγό ή προέρχεται από αυτόν, λαγήσιος («λάγεια κρέα», Ιπποκρ.).