λαφυγμός

From LSJ
Revision as of 10:30, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

ἀρχαιότερα τῆς διφθέρας λέγεις → you speak things older than the leather scroll

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λαφυγμός Medium diacritics: λαφυγμός Low diacritics: λαφυγμός Capitals: ΛΑΦΥΓΜΟΣ
Transliteration A: laphygmós Transliteration B: laphygmos Transliteration C: lafygmos Beta Code: lafugmo/s

English (LSJ)

ὁ,    A gluttony, Ar.Nu.52, Eup.148; personified, AP6.305 (Leon.).

German (Pape)

[Seite 19] ὁ, das gierige Essen, Verschlucken, dah. Schlemmerei, Ar. Nubb. 50, wo der Schol. aus Eupolis anführt λαφύσσεται λαφυγμὸν ἀνδρεῖον πάνυ. Personificirt neben λαβροσύνη, Leon. Tar. 14 (VI, 305).

Greek (Liddell-Scott)

λᾰφυγμός: ὁ, (λαφύσσω) λαιμαργία, Ἀριστοφ. Νεφ. 52· προσωποπ., Ἀνθ. Π. 6. 305· ― οὕτω λάφυγμα, τό, ἀδηφάγος προσβολή, λαφύγματα νούσων Συλλ. Ἐπιγρ. 6203. 13· ― λάφυξις, ἡ, = λαφυγμός, Ἀθήν. 362Ε· ― λαφύκτης, ου, ὁ, λαίμαργος ἄνθρωπος, ἄπληστος, Ἀριστ. Ἠθ. Ε. 3. 4, 6, Ἀθήν. 485Α· ― καὶ λαφυκτικός, ή, όν, πρόθυμος εἰς λαφυραγωγίαν, Γεώργ. Παχυμ. 2. 309 (ἔκδ. Bonn.).

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
voracité, gloutonnerie.
Étymologie: λαφύσσω.

Greek Monolingual

λαφυγμός, ὁ (Α) λαφύσσω
το να τρώει κανείς άπληστα, να καταβροχθίζει λαίμαργα, λαιμαργία.

Greek Monotonic

λᾰφυγμός: ὁ (λαφύσσω), λαιμαργία, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

λᾰφυγμός: ὁ прожорливость, обжорство Arph., Anth.

Middle Liddell

λᾰφυγμός, οῦ, ὁ, λαφύσσω
gluttony, Ar.