λεπτολογέω

From LSJ
Revision as of 10:40, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

διφθέραι σταδιαῖαι τοῖς μεγέθεσιν → hides a stade in size, hides fastened together so as to cover a place an entire stadium in extent

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λεπτολογέω Medium diacritics: λεπτολογέω Low diacritics: λεπτολογέω Capitals: ΛΕΠΤΟΛΟΓΕΩ
Transliteration A: leptologéō Transliteration B: leptologeō Transliteration C: leptologeo Beta Code: leptologe/w

English (LSJ)

   A speak subtly, chop logic, quibble, Ar.Nu.320; περί τινος S.E.M.1.65; λ. τι discuss in quibbling fashion, Luc.Bis Acc.34, D.C.55.28:—also in Med., Luc.Prom.Es6; τι πρός τινα Id.JConf. 10.

German (Pape)

[Seite 30] sein, genau reden, untersuchen, spitzfindig reden, mit verächtlicher Nebenbdtg, Ar. Nubb. 320 u. nach ihm Luc. Prometh. 6; pass., D. Cass. 55, 28; Nicom. arithm. 2, 28 u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

λεπτολογέω: ὁμιλῶ λεπτολόγως, κατατέμνω τὴν λογικήν, σοφιστεύομαι, Ἀριστοφ. Νεφ. 320· περί τινος Σέξτ. Ἐμπ. Μ. 1. 65· λ. τι, σοφιστικῶς ἢ μὲ πολλὴν λεπτολογίαν ἐξετάζειν τι, Λουκ. Δὶς κατηγορ. 34, Δίων Κ. 55. 28· - οὕτω καὶ λεπτολογέομαι, ἀποθ., Λουκ. Προμ. 6· τὶ πρός τινα ὁ αὐτ. ἐν Διῒ Ἐλεγχομένῳ 10.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
disserter sur des riens : περί τινος épiloguer, disserter avec subtilité sur qch;
Moy. λεπτολογέομαι-οῦμαι disserter subtilement : τι sur qch ; τι πρός τινα sur qch contre qqn.
Étymologie: λεπτολόγος.

Greek Monotonic

λεπτολογέω: μέλ. -ήσω, μιλώ με την παραμικρή λεπτομέρεια, λεπτολογώ, ψειρίζω, σοφιστεύομαι, σε Αριστοφ.· λεπτολογέω τι, εξετάζω κάτι με λεπτομέρεια, είμαι λεπτολόγος, σε Λουκ.· ομοίως, ως αποθ., λεπτολογέομαι, στον ίδ.

Russian (Dvoretsky)

λεπτολογέω: тж. med. пускаться в тонкие рассуждения, умствовать (τι Luc., περί τινος Sext.; med. τι πρός τινα Luc.): λ. καὶ περὶ καπνοῦ στενολεοχεῖν Arph. умствовать и пустословить.

Middle Liddell

λεπτολογέω, fut. -ήσω
to talk subtly, to chop logic, quibble, Ar.; λ. τι to discuss in quibbling fashion, Luc.:—so as Dep. λεπτολογέομαι, Luc. [from λεπτολόγος