λεπτοσύνη

From LSJ
Revision as of 10:45, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

γῆ θηρίοις μᾶλλον ἢ ἀνθρώποις σύμμετροςregion more fitting to beasts than men

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λεπτοσύνη Medium diacritics: λεπτοσύνη Low diacritics: λεπτοσύνη Capitals: ΛΕΠΤΟΣΥΝΗ
Transliteration A: leptosýnē Transliteration B: leptosynē Transliteration C: leptosyni Beta Code: leptosu/nh

English (LSJ)

ἡ,    A = λεπτότης, AP11.110 (Nicarch.).

German (Pape)

[Seite 31] ἡ, poet. = λεπτότης, Nicarch. 16 (XI, 110).

Greek (Liddell-Scott)

λεπτοσύνη: ἡ = λεπτότης, Ἀνθ. Π. 11. 110.

Greek Monolingual

(I)
η
βοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών της οικογένειας σύνθετα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. leptosyne < νεολατ. leptosyne (< λεπτοσύνη)].
(II)
λεπτοσύνη, ἡ (ΑM) λεπτός
λεπτότητα.

Greek Monotonic

λεπτοσύνη: ἡ, = λεπτότης, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

λεπτοσύνη: (ῠ) ἡ Anth. = λεπτότης.

Middle Liddell

λεπτοσύνη, ἡ, = λεπτότης, Anth.]