λοιμότης
From LSJ
και ἅμα ἐλευθέραν καὶ εὐδοξοτάτην πόλιν διὰ παντὸς νεμόμεθα και δύναται μάλιστα σωφροσύνη ἔμφρων τοῦτ᾿ εἶναι → Just remember, we're a people with a long-standing reputation for freedom, a people held in the highest honor. Slowness to act can be nothing more than a mark of clear-headed self-control (Spartan King Archidamus)
English (LSJ)
ητος, ἡ, A pestilent condition, LXX Es.8.13 (16.7).
Greek (Liddell-Scott)
λοιμότης: -ητος, ἡ, λοιμική, φθοροποιὸς κατάστασις, Ἑβδ. (Έσθ. (προσθ.) Ιϛ΄, 5).
Greek Monolingual
λοιμότης, -ητος, ἡ (Α) λοιμός
φθοροποιός κατάσταση.