ματία

From LSJ
Revision as of 11:47, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

εἰς δὲ θεοὺς ἀσεβείας τε καὶ εὐσεβείας καὶ γονέας καὶ αὐτόχειρος φόνου μείζους ἔτι τοὺς μισθοὺς διηγεῖτο → and he had still greater requitals to tell of piety and impiety towards the gods and parents and of self-slaughter

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μᾰτία Medium diacritics: ματία Low diacritics: ματία Capitals: ΜΑΤΙΑ
Transliteration A: matía Transliteration B: matia Transliteration C: matia Beta Code: mati/a

English (LSJ)

Ion. -ιη, ἡ, (μάτη)    A vain attempt, bootless enterprise, ἡμετέρῃ ματίῃ Od.10.79.    2 folly, error, A.R.1.805, 4.367.

Greek (Liddell-Scott)

μᾰτία: Ἰων. -ίη, ἡ, (μάτη) ματαία ἐπιχείρησις, ἀνωφελής, ἄκαρπος ἐπιχείρησις, ἡμετέρῃ ματίῃ Ὀδ. Κ. 79· ― ἀφροσύνη, πλάνη, Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 805., Δ. 367.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
1 entreprise vaine;
2 erreur, folie.
Étymologie: μάτη.

Greek Monolingual

ματία, ιων. τ. ματίη, ἡ (Α)
1. μάταιη, ανώφελη, άκαρπη επιχείρηση, απόπειρα ή προσπάθεια
2. απερισκεψία, πλάνη, ανοησία, σφάλμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μάτη + κατάλ. -ία].

Greek Monotonic

μᾰτία: Ιων. -ίη, ἡ (μάτη), μάταια, άσκοπη προσπάθεια, σε Ομήρ. Οδ.

Russian (Dvoretsky)

μᾰτία: ион. μᾰτίη ἡ заблуждение, безрассудство Hom.

Middle Liddell

μᾰτία, ἡ, μάτη
a vain attempt, Od.