μεγαλήγορος

From LSJ
Revision as of 11:50, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

οὐκ ἐπ' ἄρτῳ μόνῳ ζήσεται ἄνθρωπος → man will not live by bread alone (Matthew 4:4, Luke 4:4)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μεγᾰλήγορος Medium diacritics: μεγαλήγορος Low diacritics: μεγαλήγορος Capitals: ΜΕΓΑΛΗΓΟΡΟΣ
Transliteration A: megalḗgoros Transliteration B: megalēgoros Transliteration C: megaligoros Beta Code: megalh/goros

English (LSJ)

ον,    A talking big, vaunting, A.Th.565 (lyr.), X.Cyr.7.1.17. Adv. -ρως App.Hisp.19, Mith.70.    2 lofty, magniloquent, Longin.8.4.

Greek (Liddell-Scott)

μεγᾰλήγορος: (ἢ κάλλιον μεγαληγόρος), ον, (ἀγορεύω) ὁ μεγαληγορῶν, μεγαλορρήμων, Αἰσχύλ. Θήβ. 565· καυχηματίας, κομπορρήμων, Ξεν. Κύρ. 7. 1, 17· - μεγαλοπρεπὴς ἐν τῷ λόγῳ, ἔξοχος, Λογγῖν. 8. 4. - Ἐπίρρ. μεγαληγόρως, μεγαλορρημόνως, Πολυδ. Θ΄, 147, κλ.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α μεγαλήγορος, -ον)
1. αυτός που κομπορρημονεί, καυχηματίας, κομπαστής
2. αυτός που χρησιμοποιεί στον λόγο του στομφώδες ύφος.
επίρρ...
μεγαληγόρως (Α)
με κομπορρημοσύνη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μεγαλ(ο)- + -ήγορος (< ἀγορά), πρβλ. ψεδο-ήγορος. Το -η- του τ. οφείλεται στη λειτουργία του νόμου της «εκτάσεως εν συνθέσει»].

Greek Monotonic

μεγᾰλήγορος: -ον (ἀγορεύω), πολυλογάς, καυχησιάρης, αυτός που κομπάζει, σε Αισχύλ., Ξεν.

Middle Liddell

μεγᾰλ-ήγορος, ον ἀγορεύω
talking big, vaunting, boastful, Aesch., Xen.