μιξοβάρβαρος

From LSJ
Revision as of 12:45, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

Ἐὰν δ' ἔχωμεν χρήμαθ', ἕξομεν φίλους → If we have money, then we will have friends → Habebo amicos, si habuero pecuniam → An Freunden wird's nicht fehlen, wenn's an Geld nicht fehlt

Menander, Monostichoi, 165
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μιξοβάρβᾰρος Medium diacritics: μιξοβάρβαρος Low diacritics: μιξοβάρβαρος Capitals: ΜΙΞΟΒΑΡΒΑΡΟΣ
Transliteration A: mixobárbaros Transliteration B: mixobarbaros Transliteration C: miksovarvaros Beta Code: micoba/rbaros

English (LSJ)

ον,    A halfbarbarian half Greek, E.Ph.138, X.HG2.1.15, Pl.Mx.245d.

German (Pape)

[Seite 188] halb barbarisch, halb griechisch; Eur. Phoen. 140; Plat. Menex. 245 d; Xen. Hell. 2, 1, 15.

Greek (Liddell-Scott)

μιξοβάρβᾰρος: κατὰ τὸ ἥμισυ βάρβαρος καὶ κατὰ τὸ ἄλλο Ἕλλην, Εὐρ. Φοίν. 138, Ξεν. Ἑλλ. 2. 1, 15, Πλάτ. Μενέξ. 245D.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
à moitié barbare.
Étymologie: μίγνυμι, βάρβαρος.

Greek Monolingual

και μειξοβάρβαρος, -η, -ο (ΑΜ μιξοβάρβαρος, -ον, Α και μειξοβάρβαρος, -ον)
μη γνήσιος Έλληνας, αυτός που είναι κατά το ένα ήμισυ βάρβαρος και κατά το άλλο ήμισυ Έλληνας
νεοελλ.
το θηλ. ως ουσ. η μιξοβάρβαρη
(για την ελληνική γλώσσα) γλώσσα ανάμικτη με βαρβαρισμούς
μσν.
1. αυτός που ανήκει σε έθνος το οποίο αποτελείται από διάφορα βαρβαρικά φύλα
2. αυτός που χρησιμοποιεί γλώσσα ανάμικτη με βαρβαρισμούς, αυτός που μιλά μικτή γλώσσα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. μ(ε)ιξ(ο)- του μίγνυμι / μείγνυμι + βάρβαρος.

Greek Monotonic

μιξοβάρβαρος: μισός βάρβαρος - μισός Έλληνας, σε Ευρ., Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

μιξοβάρβᾰρος: полуварварский Eur., Xen., Plat. etc.

Middle Liddell


half barbarian half Greek, Eur., Xen.

English (Woodhouse)

half-barbarous, half-foreign

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)