μυθοπλάστης

From LSJ
Revision as of 13:07, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

τὸ δ' ἐξαίφνης τὸ ἐν ἀναισθήτῳ χρόνῳ διὰ μικρότητα ἐκστάν → suddenly refers to what has departed from its former condition in a time imperceptible because of its smallness

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μῡθοπλάστης Medium diacritics: μυθοπλάστης Low diacritics: μυθοπλάστης Capitals: ΜΥΘΟΠΛΑΣΤΗΣ
Transliteration A: mythoplástēs Transliteration B: mythoplastēs Transliteration C: mythoplastis Beta Code: muqopla/sths

English (LSJ)

ου, ὁ,    A coiner of legends, Lyc.764, Ph.1.405 (pl.).

German (Pape)

[Seite 215] ὁ, der Sagen, Fabeln erdichtet, Lycophr. 764 u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

μῡθοπλάστης: -ου, ὁ πλάττων μύθους, διηγήματα, Λυκόφρ. 764, Φίλων 1. 405· μῡθοπλαστέω, πλάττω, ἐπινοῶ μύθους, ψεύδεα Δημόκρ. παρὰ Στοβ. 603. 3, πρβλ. 533. 54 (ἔνθα μυθέοντες φόβου)· ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 284. - μῡθοπλαστία, ἡ, τὸ πλάττειν μύθους, Ἀθαν. τ. 1, σ. 186, 258, 301, κλ.

Greek Monolingual

ο, θηλ. μυθοπλάστρια (ΑΜ μυθοπλάστης)
αυτός που επινοεί, που πλάθει μύθους, ο μυθοποιός
νεοελλ.
ψευδολόγος, ψεύτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μῦθος + -πλάστης (< πλάθω), πρβλ. θεο-πλάστης, χαλκο-πλάστης.