πάμπλειστος

From LSJ
Revision as of 14:15, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

οὐκ ἐᾷ με καθεύδειν τὸ τοῦ Μιλτιάδου τρόπαιονMiltiades' trophy does not let me sleep

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πάμπλειστος Medium diacritics: πάμπλειστος Low diacritics: πάμπλειστος Capitals: ΠΑΜΠΛΕΙΣΤΟΣ
Transliteration A: pámpleistos Transliteration B: pampleistos Transliteration C: pampleistos Beta Code: pa/mpleistos

English (LSJ)

η, ον,    A in large quantity, number, χρήματα Hdn.5.6.5; ἄργυρος Ael.NA10.50; πάμπλειστα δαπανήσας D.C.76.16.

German (Pape)

[Seite 454] superl. zu πάμπολυς.

Greek (Liddell-Scott)

πάμπλειστος: -η, -ον, πλεῖστος ὅσος, ὁ κατὰ μεγάλην ποσότητα ἢ (ἐν τῷ πληθ.) ὁ κατὰ μεγάλους ἀριθμούς, Ἡρῳδιαν. 5. 6, Αἰλ. π. Ζ. 10. 50, Δίων Κ. 76. 16.

French (Bailly abrégé)

η, ον :
v. πάμπολυς.
Étymologie: πᾶν, πλεῖστος.

Greek Monolingual

πάμπλειστος, -είστη, -ον (Α, Μ πάνπλειστος, -είστη, -ον)
άφθονος, σε πολύ μεγάλη ποσότητα ή σε πολύ μεγάλο αριθμό («πάμπλειστος ἄργυρος», Αιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + πλεῖστος.