παλίννοστος
From LSJ
οἵ γε καὶ ἐν τῷ παρόντι ἀντιπάλως μᾶλλον ἢ ὑποδεεστέρως τῷ ναυτικῷ ἀνθώρμουν → whose navy, even as it was, faced the Athenian more as an equal than as an inferior
English (LSJ)
ον, A returning, Nonn.D.6.62, al.
German (Pape)
[Seite 450] wieder zurückkehrend, Nonn. D. 6, 62 u. öfter.
Greek (Liddell-Scott)
παλίννοστος: -ον, ὁ παλιννοστῶν, ἴδε παλίνοστος.
Greek Monolingual
παλίννοστος, -ον (Α)
βλ. παλίνοστος.