παιδοφόντης
From LSJ
τἄλλαι ... γυναῖκες ... ἀπήλαἁν τὼς ἄνδρας ἀπὸ τῶν ὑσσάκων → the other women diverted the men from their vaginas
English (LSJ)
ου, ὁ, A = παιδοφονεύς, Ph.2.581.
German (Pape)
[Seite 442] ὁ, = παιδοφονεύς, Philo.
Greek (Liddell-Scott)
παιδοφόντης: -ου, ὁ, = παιδοφονεύς, Φίλων 2. 581.
Greek Monolingual
παιδοφόντης, ὁ (Α)
αυτός που φονεύει παιδιά, παιδοκτόνος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παῖς, παιδός + -φόντης (< θείνω «φονεύω», κατ' επίδραση του φόνος), πρβλ. ανδρο-φόντης.