παραπάσσω
οὐ μακαριεῖς τὸν γέροντα, καθ' ὅσον γηράσκων τελευτᾷ, ἀλλ' εἰ τοῖς ἀγαθοῖς συμπεπλήρωται· ἕνεκα γὰρ χρόνου πάντες ἐσμὲν ἄωροι → do not count happy the old man who dies in old age, unless he is full of goods; in fact we are all unripe in regards to time
English (LSJ)
Att. παραπάττω, A sprinkle beside or into, Thphr.CP5.6.10 (Pass.) ; τινί τι Plu.2.954b, cf. Hp.Ulc.21, Damocr. ap. Gal. 13.944 ; εἴς τι Dsc.3.23 (Pass.).
German (Pape)
[Seite 492] (s. πάσσω), danebenstreuen, Theophr., Plut. pr. frig. 19. ion. = παραφάσσω.
Greek (Liddell-Scott)
παραπάσσω: Ἀττ. -ττω, πάσσω, «πασπαλίζω» τῇδε κἀκεῖσε, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 5. 6, 10· τινί τι Πλούτ. 2. 954Α.
French (Bailly abrégé)
saupoudrer çà et là.
Étymologie: παρά, πάσσω.
Greek Monolingual
αττ. τ. παραπάττω, Α
πασπαλίζω εδώ κι εκεί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + πάσσω «πασπαλίζω»].
Russian (Dvoretsky)
παραπάσσω: атт. παραπάττω посыпать, присыпать (τινί τι Plut.).