παρέσχατος

From LSJ
Revision as of 15:20, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

τοῖς πράγμασιν γὰρ οὐχὶ θυμοῦσθαι χρεών· μέλει γὰρ αὐτοῖς οὐδέν· ἀλλ' οὑντυγχάνων τὰ πράγματ' ὀρθῶς ἂν τιθῇ, πράξει καλῶς → It does no good to rage at circumstance; events will take their course with no regard for us. But he who makes the best of those events he lights upon will not fare ill.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παρέσχᾰτος Medium diacritics: παρέσχατος Low diacritics: παρέσχατος Capitals: ΠΑΡΕΣΧΑΤΟΣ
Transliteration A: paréschatos Transliteration B: pareschatos Transliteration C: pareschatos Beta Code: pare/sxatos

English (LSJ)

ον,    A last but one, Ph.2.66 : fem. παρεσχάτη (sc. συλλαβή), penultimate, Apollon.Lex.s.v. ἀγρονόμοι.

German (Pape)

[Seite 519] ον, der vorletzte, Sp., bes. Gramm., vgl. Schaef. Greg. Cor. p. 65.

Greek (Liddell-Scott)

παρέσχᾰτος: -ον, ὁ προτελευταῖος, Φίλων, 2.66, κτλ.· ἴδε Schäf. εἰς Γρηγόρ. Κορίνθ. 65· - παρεσχάτη = ἡ παραλήγουσα, «τῆς παρεσχάτης ὀξυτονουμένης» Ἀπολλωνίου Λεξικ. Ὁμ. ἐν λ. ἀγρονόμοι (σ. 28).

Greek Monolingual

-άτη, -ον Α
1. αυτός που βρίσκεται κοντά στον έσχατο, ο προτελευταίος
2. το θηλ. ως ουσ. ἡ παρεσχάτη
γραμμ. η παραλήγουσα.