παυρίδιος

From LSJ
Revision as of 15:40, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

ἡδονὴ μὲν γὰρ ἁπάντων ἀλαζονίστατον → pleasure is the greatest of impostors, pleasure is the most shameless thing of all

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παυρίδιος Medium diacritics: παυρίδιος Low diacritics: παυρίδιος Capitals: ΠΑΥΡΙΔΙΟΣ
Transliteration A: paurídios Transliteration B: pauridios Transliteration C: pavridios Beta Code: pauri/dios

English (LSJ)

[ῐδ], η, ον,    A = παῦρος, π. ἐπὶ χρόνον Hes. Op. 133.

German (Pape)

[Seite 537] poet. statt παῦρος, wenig, von der Zeit, Hes. O. 135, im neutr. παυρίδιον als adv., ein klein wenig.

Greek (Liddell-Scott)

παυρίδιος: -α, -ον, = παῦρος, π. ἐπὶ χρόνον Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 132.

Greek Monolingual

-ίη, -ον, Α
υποκορ. μικρός, λίγος, βραχύς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παῦρος + επίθημα -ίδιος. Το επίθ. έχει χρονική σημ. και έχει σχηματιστεί κατά τα επίσης χρονικά ἀΐδιος, αἰφνίδιος.

Greek Monotonic

παυρίδιος: -α, -ον = παῦρος, σε Ησίοδ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παυρίδιος -η -ον [παῦρος] weinig:. παυρίδιον ζῶεσκον ἐπὶ χρόνον zij leefden nog slechts korte tijd Hes. Op. 133.

Russian (Dvoretsky)

παυρίδιος: (ῐδ) маленький, коротенький: παυρίδιον ἐπὶ χρόνον Hes. в течение очень короткого времени.

Middle Liddell

παυρίδιος, η, ον = παῦρος, Hes.]