περίγρα

From LSJ
Revision as of 16:05, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

κεῖται μὲν γαίῃ φθίμενον δέμας, ἡ δὲ δοθεῖσα ψυχή μοι ναίει δώματ' ἐπουράνια → my body lies mouldering in the ground, but the soul entrusted to me dwells in heavenly abodes

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περίγρα Medium diacritics: περίγρα Low diacritics: περίγρα Capitals: ΠΕΡΙΓΡΑ
Transliteration A: perígra Transliteration B: perigra Transliteration C: perigra Beta Code: peri/gra

English (LSJ)

ἡ,    A pair of compasses, Eust.1960.18, Suid.

German (Pape)

[Seite 572] ἡ, der Zirkel, Eust.

Greek (Liddell-Scott)

περίγρα: ἡ, διαβήτης, «περγέλι», Εὐστ. 1960. 18, Σουΐδ.

Greek Monolingual

η, ΝΜΑ περιγράφω
τεχνολ. ο μεγάλος ξύλινος διαβήτης τών οικοδόμων και τοπογράφων που χρησιμοποιείται για τη χάραξη κύκλων μεγάλης ακτίνας πάνω στο έδαφος ή σε δάπεδο, το περ(ι)γέλι
μσν.
(κατά το λεξ. Σούδα) «περίγρα, ὁ διαβήτης
δι' ἧς οἱ τροχοὶ περιφερεῑς ἀποτελοῡνται» (Ευστ.).