πευστικός

From LSJ
Revision as of 17:15, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

Πολλῶν ὁ καιρὸς γίγνεται διδάσκαλος → Rebus magistra plurimis occasio → Zum Lehrer wird für viele die Gelegenheit

Menander, Monostichoi, 449
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πευστικός Medium diacritics: πευστικός Low diacritics: πευστικός Capitals: ΠΕΥΣΤΙΚΟΣ
Transliteration A: peustikós Transliteration B: peustikos Transliteration C: pefstikos Beta Code: peustiko/s

English (LSJ)

ή, όν,    A interrogative, ἐπίρρημα A.D.Adv.193.26, al.; [[[ὄνομα]]] D.T.637.7; τὸ π. Ph.1.97. Adv. -κῶς A.D.Adv.209.26; ἔχειν Sch.A.R.4.1405.

German (Pape)

[Seite 607] fragend, forschend, adv. πευστικῶς, fragweise, Schol. Il. 2, 565 u. sonst; π. ἔχειν, fragen wollen, Schol. Ap. Rh. 4, 1405.

Greek (Liddell-Scott)

πευστικός: -ή, -όν, ἐρωτηματικός, Σχόλ. εἰς Ἰλ. Β. 265, Ἐτυμολ. Μέγ. κλπ. Ἐπίρρ. -κῶς, ἐρωτηματικῶς, ἐν ἐρωτήσει, Σχόλ. εἰς Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 1405.

Greek Monolingual

-ή, -όν, Α πευστής
1. αυτός που ερευνά, που ζητάει να μάθει κάτι
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ πευστικόν
η ερώτηση, η έρευνα.
επίρρ...
πευστικῶς
ερωτηματικά, με τρόπο ερευνητικό.