προλάμπω

From LSJ
Revision as of 18:55, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

ὃ σὺ μισεῖς ἑτέρῳ μὴ ποιήσεις → don't do to others what you don't want them to do to you

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προλάμπω Medium diacritics: προλάμπω Low diacritics: προλάμπω Capitals: ΠΡΟΛΑΜΠΩ
Transliteration A: prolámpō Transliteration B: prolampō Transliteration C: prolampo Beta Code: prola/mpw

English (LSJ)

   A shine forth, γυμνῷ τῷ κάλλει Chor.p.164 B.; σοφία π. Procop.Gaz.Ep.128.    II trans., cause to shine forth, π. τὸ ἐξ αὐτῶν ἀναγωγὸν φῶς Procl. in Prm.p.472 S.; τὰ ἀγαθά Hierocl. in CA25p.477M.    III illuminate in front, metaph., τὰς προόδους τῆς ὑμῶν ἐξουσίας PMasp.2.1 (vi A.D.).    IV outshine, Gloss.

German (Pape)

[Seite 732] vor- od. vorausleuchten, vor Andern leuchten, Synes.

Greek (Liddell-Scott)

προλάμπω: ἐκπέμπω λάμψιν, ἡμέρα πρ. Συνεσ. Ὕμν. 2. 2· ζωὴ Εὐστ. κλπ.

Greek Monolingual

Α
1. ακτινοβολώ, απαστράπτω
2. (μτβ.) κάνω κάτι να λάμψει, προκαλώ ακτινοβολία
3. ξεπερνώ κάποιον ή κάτι στη λαμπρότητα
4. μτφ. φωτίζω μπροστά σε κάποιον ή σε κάτι («προλάμπειν τὰς προσόδους τῆς ἡμῶν ἐξουσίας», πάπ.).