ἔνθα οὐκ ἔστι πόνος, οὐ λύπη, οὐ στεναγμός, ἀλλὰ ζωὴ ἀτελεύτητος → where there is no pain, no sorrow, no sighing, but life everlasting
Full diacritics: πρόσκτητος | Medium diacritics: πρόσκτητος | Low diacritics: πρόσκτητος | Capitals: ΠΡΟΣΚΤΗΤΟΣ |
Transliteration A: prósktētos | Transliteration B: prosktētos | Transliteration C: prosktitos | Beta Code: pro/skthtos |
ον, A acquired, opp. inherited, ἀρχή Hdn.1.5.5.
[Seite 771] noch dazu erworben, Sp.
πρόσκτητος: -ον, ὁ προσέτι κτηθείς, Ἡρῳδιαν. 1. 5, 13.
-ον, ΝΑ προσκτῶμαι
αυτός που αποκτήθηκε επί πλέον ή μετέπειτα, επίκτητος.