πτύγξ

From LSJ
Revision as of 21:34, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

Πολλῶν ὁ καιρὸς γίγνεται διδάσκαλος → Rebus magistra plurimis occasio → Zum Lehrer wird für viele die Gelegenheit

Menander, Monostichoi, 449
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πτύγξ Medium diacritics: πτύγξ Low diacritics: πτύγξ Capitals: ΠΤΥΓΞ
Transliteration A: ptýnx Transliteration B: ptynx Transliteration C: ptygks Beta Code: ptu/gc

English (LSJ)

πτυγγός, ὁ,    A eagle-owl, = ὕβρις, dub. l. in Arist.HA615b11.

German (Pape)

[Seite 811] υγγός, ἡ, ein Raubvogel, = ὑβρίς, Arist. H. A. 9, 12. S. auch πῶϋγξ.

Greek (Liddell-Scott)

πτύγξ: -υγγός, ὁ, εἶδος γλαυκὸς μεγάλης, «ἡ δ’ ὑβρίς, φασὶ δέ τινες εἶναι τὸν αὐτὸν τοῦτον ὄρνιθα τῷ πτυγγί, οὗτος ἡμέρας μὲν οὐ φαίνεται διὰ τὸ μὴ βλέπειν ὀξύ, τὰς δὲ νύκτας θηρεύει ὥσπερ οἱ ἀετοὶ» Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 12, 5.

French (Bailly abrégé)

υγγός (ἡ) :
sorte d’oiseau aquatique, appelé aussi ὑβρίς.
Étymologie:.

Greek Monolingual

πτυγγός, ὁ, Α
1. κουκουβάγια
2. μπούφος.

Russian (Dvoretsky)

πτύγξ: πτυγγός ἡ (или ὑβρίς) птинг (род ночной хищной птицы) Arst.