στερεόφρων

From LSJ
Revision as of 22:55, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

Θεὸς πέφυκεν, ὅστις οὐδὲν δρᾷ κακόν → Deus est, qui nihil admisit umquam in se mali → Es ist ein göttlich Wesen, wer nichts Schlechtes tut

Menander, Monostichoi, 234
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στερεόφρων Medium diacritics: στερεόφρων Low diacritics: στερεόφρων Capitals: ΣΤΕΡΕΟΦΡΩΝ
Transliteration A: stereóphrōn Transliteration B: stereophrōn Transliteration C: stereofron Beta Code: stereo/frwn

English (LSJ)

ονος, ὁ, ἡ, (φρήν)    A stubborn-hearted, S.Aj.926 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 937] ον, hartes, festes Sinnes, Soph. Ai. 909.

Greek (Liddell-Scott)

στερεόφρων: -ονος, ὁ, ἡ, (φρὴν) ὁ ἔχων στερεάν, ἰσχυρογνώμονα διάθεσιν, ἰσχυρογνώμων, Σοφ. Αἴ. 926.

French (Bailly abrégé)

ων, ον ; gén. ονος;
au caractère rigide.
Étymologie: στερεός, φρήν.

Greek Monolingual

-ονος, ὁ, ἡ, Α
ισχυρογνώμονας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στερεός + -φρων (< φρήν, φρενός), πρβλ. ματαιό-φρων].

Greek Monotonic

στερεόφρων: -ονος, ὁ, ἡ (φρήν), ισχυρογνώμων, πεισματάρης, ξεροκέφαλος, σε Σοφ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

στερεόφρων -ον, gen. -ονος [στερεός, φρήν] met onbuigzaam karakter.

Russian (Dvoretsky)

στερεόφρων: 2, gen. ονος упрямого нрава, непреклонный Soph.

Middle Liddell

στερεό-φρων, ονος, ὁ, ἡ, φρήν
stubborn-hearted, Soph.