στρίγλος

From LSJ
Revision as of 23:00, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

μήτε δίκην δικάσῃς πρίν ἀμφοῖν μῦθον ἀκούσῃς → do not give your judgement until you have heard a speech on both sides

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στρίγλος Medium diacritics: στρίγλος Low diacritics: στρίγλος Capitals: ΣΤΡΙΓΛΟΣ
Transliteration A: stríglos Transliteration B: striglos Transliteration C: striglos Beta Code: stri/glos

English (LSJ)

ὁ,= νυκτικόραξ, Hsch. στριγχός, ὁ,= θριγκός, Id. στρικτόριον, τό,= foreg., Id. στρικτός, ή, όν,=    A strigosus, Gloss.    2 στρικτόν, τό, a narrow kind of shoe, Sch.Luc.Rh.Pr. 15; Latin word acc. to Suid.

Greek (Liddell-Scott)

στρίγλος: ὁ, μάγος, γόης, καὶ στρίγλα, ἡ, μάγισσα· ἴδε Δουκάγγ. - Καθ’ Ἡσύχ.: «στρίγλος· τὰ ἐντὸς τοῦ κέρατος: νυκτίφοιτον, καλεῖται δὲ καὶ νυκτοβόα. οἱ δὲ νυκτοκόρακα».

Greek Monolingual

ὁ, ΜΑ
μσν.
μάγος, γόης
αρχ.
(κατά τον Ησύχ.) «νυκτικόραξ».
[ΕΤΥΜΟΛ. Παράλληλος τ. του αρχ. στρίγξ (βλ. λ. στριξ)].