στυλοειδής
κινδυνεύει μὲν γὰρ ἡμῶν οὐδέτερος οὐδὲν καλὸν κἀγαθὸν εἰδέναι, ἀλλ᾽ οὗτος μὲν οἴεταί τι εἰδέναι οὐκ εἰδώς, ἐγὼ δέ, ὥσπερ οὖν οὐκ οἶδα, οὐδὲ οἴομαι· ἔοικα γοῦν τούτου γε σμικρῷ τινι αὐτῷ τούτῳ σοφώτερος εἶναι, ὅτι ἃ μὴ οἶδα οὐδὲ οἴομαι εἰδέναι. → for neither of us appears to know anything great and good; but he fancies he knows something, although he knows nothing; whereas I, as I do not know anything, so I do not fancy I do. In this trifling particular, then, I appear to be wiser than he, because I do not fancy I know what I do not know.
English (LSJ)
ές, A like a stilus, styloid, ἀποφύσεις Ruf.Onom.142 (στηλ- codd.); ἀπόφυσις Gal.2.252,271; ἐκφύσεις Id.UP7.19. (βαρβαρίζοντες -ειδεῖς προσαγορεύουσι (cf. στῦλος 4) Gal.UPl.c., who glosses it by γραφιοειδής: but Lat. stilus has ǐ, not ȳ.) II Adv. -δῶς in pillar form, cj. in Epicur.Ep.2p.47U.
German (Pape)
[Seite 958] ές, säulenartig, griffelähnlich, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
στῡλοειδής: -ές, ὅμοιος στύλῳ ἢ γραφίδι, Γαλην. 4. 43Β, Στέφ. Διάκον. 1148C.
Greek Monolingual
-ές, ΝΑ
1. όμοιος με στύλο
2. ανατ. (για οστική προεξοχή) αυτός που το σχήμα του θυμίζει στύλο.
επίρρ...
στυλοειδῶς Α
σε σχήμα στύλου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στῦλος + -ειδής].
Greek Monolingual
-ές, ΝΑ
1. όμοιος με στύλο
2. ανατ. (για οστική προεξοχή) αυτός που το σχήμα του θυμίζει στύλο.
επίρρ...
στυλοειδῶς Α
σε σχήμα στύλου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στῦλος + -ειδής].