συναποκλίνω
πᾶσα γυνὴ τοῦ λύχνου ἀρθέντος ἡ αὐτή ἐστι → all women are the same in the dark, all women are the same when the lights go out
English (LSJ)
[ῑ], A turn aside together with, pf. Pass. -κέκλῐμαι Lib.Descr.22.5. II intr., turn aside together, ἐπ' ἀμφότερα Plu.2.790e: abs., J.BJ1.24.2; ἡ δειρὴ τῷ παντὶ σ. προσώπῳ Lib.Descr.18.3.
German (Pape)
[Seite 1002] mit od. zugleich abbiegen, ablenken, auch intrans., mit abbiegen, abgehen, ἐπ' ἀμφότερα, Plut. an seni 12.
Greek (Liddell-Scott)
συναποκλίνω: [ῑ], ὁμοῦ μετά τινος ἀποκλίνω, ἀποστρέφω, παθ., ἡ δὲ οἱ δειρὴ τῷ παντὶ συναπεκλίνη προσώπῳ Λιβάν. 4. 1088, 14, κλπ. ΙΙ. ἀμεταβ., συναποκλίνων ἐπ’ ἀμφότερα Πλούτ. 2. 790Ε· ἀπολ., Ἰωσήπ. Ἰουδ. Πόλ. 2. 24, 2.
French (Bailly abrégé)
ao.2 Pass. συναπεκλίνην;
s’incliner ou pencher en même temps.
Étymologie: σύν, ἀποκλίνω.
Greek Monolingual
Α
αποκλίνω μαζί με άλλον («συναπέκλιναν δὲ... οἱ μὲν ἑκόντες», Ιώσ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἀποκλίνω «κλίνω, γέρνω, στρέφω προς τα πίσω, φεύγω»].
Russian (Dvoretsky)
συναποκλίνω: (ῑ) одновременно склоняться (ἐπ᾽ ἀμφότερα Plut.).