συνδιαπλέω
From LSJ
κῆπος κεκλεισμένος, ἀδελφή μου νύμφη, κῆπος κεκλεισμένος, πηγὴ ἐσφραγισμένη (Song of Solomon 4:12) → A garden locked is my sister bride, a garden locked, a fountain sealed (LXX) | A garden enclosed is my sister, my spouse; a spring shut up, a fountain sealed (KJV)
English (LSJ)
A sail across with, τινι Luc.Bis Acc.27.
German (Pape)
[Seite 1007] (s. πλέω), mit od. zugleich durch- od. hinüberschiffen, Luc. bis accus. 27.
Greek (Liddell-Scott)
συνδιαπλέω: διαπλέω ὁμοῦ, Λουκ. Δὶς Κατηγ. 27.
French (Bailly abrégé)
naviguer ensemble à travers.
Étymologie: σύν, διαπλέω.
Greek Monolingual
Greek Monotonic
συνδιαπλέω: πλέω, διαπλέω μαζί, σε Λουκ.
Russian (Dvoretsky)
συνδιαπλέω: вместе переплывать Luc.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συν-διαπλέω samen (met...) overvaren, met acc. en dat. iets met iem.