συνεξερύω
From LSJ
English (LSJ)
A draw off along with, AP6.57 (Paul. Sil.).
Greek (Liddell-Scott)
σῡνεξερύω: ἐξέλκω, σύρω ἔξω ὁμοῦ, Ἀνθ. Π. 6. 57.
French (Bailly abrégé)
tirer dehors avec ou en même temps.
Étymologie: σύν, ἐξερύω.
Greek Monolingual
A
τραβώ έξω μαζί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἐξερύω «βγάζω, τραβώ έξω»].
Greek Monotonic
συνεξερύω: μέλ. -σω, σέρνω έξω μαζί, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
συνεξερύω: одновременно снимать (δέρμα λέοντος κρατί Anth.).