συνεπιφάσκω
From LSJ
κοινὴ γὰρ ἡ τύχη καὶ τὸ μέλλον ἀόρατον → fortune is common to all, the future is unknown | fortune is common to all and the future unknown | fate is common to all and the future unknown
English (LSJ)
A assent also, Plu.2.63c.
Greek (Liddell-Scott)
συνεπιφάσκω: ἐπιφάσκω ὁμοῦ, ἐπιβεβαιῶ ὅ,τι λέγει τις, λέγω ναὶ εἰς τοὺς λόγους αὐτοῦ, τὸν κόλακα φωράσας ἀεὶ συνεπιφάσκοντα Πλούτ. 2. 63C.
French (Bailly abrégé)
seul. prés.
parler comme un autre, être du même avis.
Étymologie: σύν, ἐπιφάσκω.
Greek Monolingual
Α
συναινώ, συνομολογώ, συμφωνώ για κάτι ή σε κάτι («τὸν κόλακα φωράσεις ἀεὶ συνεπιφάσκοντα και συναποφαινόμενον», Πλούτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἐπιφάσκω «ισχυρίζομαι»].
Russian (Dvoretsky)
συνεπιφάσκω: высказывать согласие, соглашаться Plut.