τρᾶχος
From LSJ
τῶν Λειβηθρίων ἀμουσότερος → more uncultured than Leibethrans, more uncultured than the people of Leibethra, lowest degree of mental cultivation
τῶν Λειβηθρίων ἀμουσότερος → more uncultured than Leibethrans, more uncultured than the people of Leibethra, lowest degree of mental cultivation
Full diacritics: τρᾶχος | Medium diacritics: τρᾶχος | Low diacritics: τράχος | Capitals: ΤΡΑΧΟΣ |
Transliteration A: trâchos | Transliteration B: trachos | Transliteration C: trachos | Beta Code: tra=xos |
A duretum, Gloss.
και τραχούρι, το, Ν
βοτ. κοινή ονομασία φυτού.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για τ. διαλ. προέλευσης].
Α
τραχύ, ανώμαλο έδαφος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Νεώτερος σχηματισμός από το επίθ. τραχύς κατά το σχ. τάχος: ταχύς.