τρᾶχος

From LSJ
Revision as of 09:15, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

τῶν Λειβηθρίων ἀμουσότερος → more uncultured than Leibethrans, more uncultured than the people of Leibethra, lowest degree of mental cultivation

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τρᾶχος Medium diacritics: τρᾶχος Low diacritics: τράχος Capitals: ΤΡΑΧΟΣ
Transliteration A: trâchos Transliteration B: trachos Transliteration C: trachos Beta Code: tra=xos

English (LSJ)

   A duretum, Gloss.

Greek Monolingual

και τραχούρι, το, Ν
βοτ. κοινή ονομασία φυτού.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για τ. διαλ. προέλευσης].

Greek Monolingual

Α
τραχύ, ανώμαλο έδαφος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Νεώτερος σχηματισμός από το επίθ. τραχύς κατά το σχ. τάχος: ταχύς.