φιλάρματος
καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?
English (LSJ)
ον, A fond of chariots or the chariot-race, πόλις Pi.I.8(7).22; Θῆβαι E.HF467; as name of a horse, Mélanges Beyrouth 15.111 (Berytus).
German (Pape)
[Seite 1275] wagenliebend, Freund von Wagen, vom Wettfahren mit Wagen; πόλις Pind. I. 2, 20; Θῆβαι Eur. Herc. F. 467.
Greek (Liddell-Scott)
φῐλάρμᾰτος: -ον, ὁ ἀγαπῶν τὰ ἅρματα ἢ τὴν ἁρματηλασίαν, φιλαρμάτου πόλιος Πινδ. Ι. 8. (7), 43· σὺ δ’ ἦσθα Θηβῶν τῶν φιλαρμάτων ἄναξ Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 467.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
amateur de chars ou de courses de chars.
Étymologie: φίλος, ἅρμα.
English (Slater)
φῐλάρμᾰτος, -ον
1 chariot-loving φιλαρμάτου πόλιος (Thebes) (I. 8.20)
Greek Monolingual
-ον, Α
αυτός που αγαπά τις αρματοδρομίες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)- + -άρματος (< ἅρμα (II), -ατος), πρβλ. πολυ-άρματος].
Greek Monotonic
φῐλάρμᾰτος: -ον, αυτός που αγαπά τους αγώνες με άρματα, σε Πίνδ., Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
φιλάρμᾰτος: любящий колесницы, увлекающийся конными состязаниями (πόλις Pind.; Θῆβαι Eur.).