φιλόχωρος

From LSJ
Revision as of 09:50, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

Ὅτι σοῦ ἐστιν ἡ βασιλεία καὶ ἡ δύναμις καὶ ἡ δόξα, τοῦ Πατρός καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν. → For thine is the kingdom, and the power, and the glory, of the Father, and of the Son, and of the Holy Spirit forever and ever. Amen.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φῐλόχωρος Medium diacritics: φιλόχωρος Low diacritics: φιλόχωρος Capitals: ΦΙΛΟΧΩΡΟΣ
Transliteration A: philóchōros Transliteration B: philochōros Transliteration C: filochoros Beta Code: filo/xwros

English (LSJ)

ον,    A fond of a place, Poll.6.167.

German (Pape)

[Seite 1288] einen Ort liebend, sich gern an einem Orte aufhaltend, verweilend, Greg. Naz. u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

φῐλόχωρος: -ον, (χώρα) ὁ σφόδρα ἀγαπῶν τόπον τινά, Γρηγ. Ναζ. τ. 1, σ. 553C, πρβλ Πολυδ. Ϛ΄, 167.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui séjourne volontiers ou habituellement dans un lieu.
Étymologie: φίλος, χώρα.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που αγαπά έναν τόπο, που του αρέσει να μένει σε έναν τόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)- + -χωρος (< χώρα), πρβλ. στενό-χωρος].

Greek Monotonic

φῐλόχωρος: -ον (χώρα), αυτός που αγαπά έναν τόπο.

Middle Liddell

φῐλό-χωρος, ον, χώρα
fond of a place.