ψευδορκία
From LSJ
αὐτῇ τῇ ψυχῇ αὐτὴν τὴν ψυχὴν θεωροῦντα ἐξαίφνης ἀποθανόντος ἑκάστου → beholding with very soul the very soul of each immediately upon his death
English (LSJ)
ἡ, A perjury, Ph.2.196.
German (Pape)
[Seite 1395] ἡ, das falsche Schwören, der Meineid, Schol. Lycophr. 932.
Greek (Liddell-Scott)
ψευδορκία: ἡ, ψευδὴς ὅρκος, ἐπιορκία, Φίλων 2. 196.
Greek Monolingual
η, ΝΜΑ ψεύδορκος
ψευδής ένορκη διαβεβαίωση προς δικαστήριο ή άλλη αρμόδια αρχή για την αλήθεια και πληρότητα ενός ισχυρισμού ο οποίος έχει κατά νόμο καταστεί αντικείμενο απόδειξης.